ἀργίας

ἀργίας
ἀργίᾱς , ἀργία
want of employment
fem acc pl
ἀργίᾱς , ἀργία
want of employment
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Prayer of Saint Ephrem — The Prayer of Righteous Ephrem (Greek: polytonic|Εὐχἠ τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ, Euchē tou Hosiou Ephraim ), is a prayer attributed to Saint Ephrem the Syrian used with emphasis during the Great Lent, by the Eastern Orthodox Church and those Eastern… …   Wikipedia

  • Молитва Ефрема Сирина — Молитва Ефрема Сирина  покаянная молитва, написана святым Ефремом Сирином, читаемая по православному церковному уставу на богослужениях суточного круга в течение Великого Поста до Великой среды Страстной седмицы кроме субботы и воскресенья,… …   Википедия

  • Письменное обвинение —    • Γραφή,          письменное обвинение, в обширном смысле обозначает всякое уголовное дело и всякую форму жалобы в уголовных делах, в более узком смысле известную форму жалобы в уголовных делах, а именно ту, при которой подавалось только… …   Реальный словарь классических древностей

  • OPIFICES — sub Minervae olim patrocinio fuêre: Ovid. Fastor. l. 3. v. 833. Namque Mille Dea est operum. Hinc de illa sic Isidorus: Minervam Gentiles multis ingeniis praedicant: hanc enim primam lanificii usum monstrâsse, hanc etiam telam ordisse et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PALAMEDIS — in Epigramm. veteri de Tabula, Hoc opus inventor nimium Palamedis amavit, Et parili excellens Mucius ingeniô: pro Palamedes, Graece Παλαμήδης. Sic Artabassis, pro Artabasses, apud Vobisc. in Probo, c. 4. Graece Α᾿ρταβάςςης: Lyristis, apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άπραχτος — κ. κτος, η, ο (AM ἄπρακτος, ον) [πράττω] 1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος 2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής νεοελλ. 1. αδρανής 2. ανίδεος, άπειρος 3. ασύνετος, ασυλλόγιστος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • άργεμα — (I) το (Α ἄργεμα) αρρώστια των ματιών, λεύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο]. (II) το [αργεύω] 1. η αργοπορία 2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό …   Dictionary of Greek

  • άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • αργία — (Νομ.). H προσωρινή διακοπή της εργασίας λόγω εορτών κ.ά. Στο δίκαιο α. λέγεται η κατάσταση υπαλλήλου που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, επειδή έχει καταδικαστεί ή είναι υπόδικος. Στο εκκλησιαστικό δίκαιο, α. είναι η ποινή κληρικού, στη… …   Dictionary of Greek

  • αργεύω — ἀργεύω [αργός II] νεοελλ. 1. αργοπορώ 2. επιβάλλω την ποινή της αργίας σε κληρικό αρχ. αργώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”